- παράτρητος
- -ον, Α1. τρυπημένος στα πλάγια, διάτρητος κατά τα πλάγια («αὐλοὶ παράτρητοι», Πολυδ.)2. φρ. α) «παράτρητος αὐλίσκος» — μικρός σωλήνας, σύριγγα για ενέσεις φαρμάκωνβ) «παράτρητος πόρος» — πόρος, οπή ανοιγμένη στα πλάγια.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -τρητος (< τρητός < τετραίνω «τρυπώ»), πρβλ. διάτρητος].
Dictionary of Greek. 2013.